-
1 стенка
-
2 стенка
-и θ.1. τοιχάκος, τοιχούλης• τοίχος.2. τοίχωμα, παρειά• περίβλημα•стенкаи кастрюли τα τοιχώματα της κατσαρόλας•стенкаи сердца τα τοιχώματα της καρδιάς.3. (στρατ.) πυκνός ζυγός ή φάλαγγα.εκφρ.стенка в -у и об -у – α) δίπλα, πλάι. β) στο διπλανό, στο γειτονικό (σπίτι, δωμάτιο)•гимнастическая – κ. παλ. шведская стенка (αθλτ.) το πολύζυγο•ставить к -е – βάζω στα έξι μέτρα (εκτελώ, τουφεκίζω).
См. также в других словарях:
πολύζυγο — το γυμναστικό όργανο που έχει παράλληλους ζυγούς (ραβδιά) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολύζυγος — η, ο / πολύζυγος, ον, ΝΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πολύζυγο (γυμναστ.) όργανο τής ενόργανης γυμναστικής αποτελούμενο από δύο κατακόρυφες παραστάδες ύψους τριών μέτρων που συνδέονται μεταξύ τους με είκοσι οριζόντιους ζυγούς, το οποίο… … Dictionary of Greek